μεγαρικός

μεγαρικός
-ή, -ό (Α μεγαρικός, -ή, -όν) [Μέγαρα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική
η διάλεκτος τών Μεγάρων
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Μεγαρικοί
οι φιλόσοφοι τής Μεγαρικής Σχολής
νεοελλ.
φρ. «Μεγαρική Σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε στις αρχές τού 4ου π.Χ. αιώνα ο Ευκλείδης ο Μεγαρικός και η οποία είναι γνωστή κυρίως για την κριτική που άσκησε στην αριστοτελική φιλοσοφία και για την επίδραση της στη διαμόρφωση τής λογικής τών Στωικών
αρχ.
φρ. α) «Μεγαρικοὶ κέραμοι» ή, απλώς, «μεγαρικά» — τα κεραμεικά σκεύη τών Μεγάρων
β) (κατά τον Ησύχ.) «Μεγαρικαὶ σφίγγες»
Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
επίρρ...
μεγαρικώς (Μ μεγαρικῶς)
με τον τρόπο τών Μεγαρέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μεγαρικός — Megarian pottery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικά — Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc pl Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc/acc dual Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικῶν — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen pl Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικόν — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc sg Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικαί — Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοῖς — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοί — Μεγαρικός Megarian pottery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικοῦ — Μεγαρικός Megarian pottery masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικούς — Μεγαρικός Megarian pottery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικῆς — Μεγαρικός Megarian pottery fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”